-
1 καταπυκνοω
густо усаживать(θύρας ἥλοις Diod.)
κ. τρήμασι τεῖχος Polyb. — продырявить стену во многих местах;ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι Diod. — быть сплошь покрытым масличными деревьями;κατεπύκνου παραδειγμάτων πλήθει τέν πόλιν Plut. — (Ликург) наполнил город множеством (назидательных) образцов;(ὅ κύκλος), ἐν ᾧ μᾶλλον φαίνεται καταπεπυκνῶσθαι καὴ μεγέθει καὴ πλήθει ἀστέρων Arst. — (небесный) круг, в котором кажется сосредоточенным наибольшее количество наибольших звезд -
2 καταπυκνόω
A stud thickly,τρήμασι τὸ τεῖχος Plb.8.5.6
;θύρας ἥλοις D.S.18.71
;τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβάς D.H.Comp.16
;παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plu.Lyc.27
;τοῖς ὑπερβατοῖς Phld.Rh.1.160
S.:—[voice] Pass., of the sky,καταπεπυκνῶσθαι.. πλήθει ἀστέρων Arist.Mete. 346a29
; of a country, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι to be thickly planted with.. (v.l. for -πεφυτεῦσθαι), D.S. 3.44: metaph.,βίος ἐν θαλίαις -πεπυκνωμένος Porph.Plot.23
.II force into a small compass, compress, condense,Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονήν Damox.2.62
; τάλαντ' ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα spent four talents in a lump, ib.4; to illustrate this is cited the dogma of Epicur., Sent.9, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ., cf.καταπύκνωσις; ὁ Λυκοῦργος τοὺς πολίτας τῇ σιωπῇ πιέζων συνῆγε καὶ κατεπύκνου Plu.2.510f
:—[voice] Pass.,- πεπύκνωται ἡ πραγματεία Porph. Plot.14
; also εἰ μὴ -πυκνοῦταί σοι τὸ ἀπὸ δογμάτων ὀρθῶν ἕκαστα πράσσειν that your habit of acting.. is not consolidated, M.Ant.5.9.2 in Music, κ. τὸ διάγραμμα fill up the intervals in a scale (with smaller intervals), Aristox.Harm.p.7 M.:—[voice] Pass., Theo Sm.p.91 H., Nicom. Exc.7.III [voice] Pass., to be condensed, of complex forms of inference (cf. πυκνόω v), Arist.APo. 79a30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπυκνόω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский